νόθου

νόθου
νόθος
bastard
masc/neut gen sg
νόθος
bastard
masc/fem/neut gen sg
νοθόω
counterfeit
pres imperat act 2nd sg
νοθόω
counterfeit
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • NOTHUS apud Athenienses dicebatur — qui matre cive natus non erat, iuxta legem: Νόθον εἶναι τὸν μὴ ἐξ ἀςτῆς γεγονότα, cuius meminit ἱςτορικῶν ὑπομνημάτων l. 3. Carystius. Unde qui ex peregrina, vel pellice generabantur, Nothi erant, soli vero illi legitimi habebantur filii, qui ἐκ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …   Dictionary of Greek

  • αθέτηση — η (Α ἀθέτησις) ακύρωση, παραβίαση, καταπάτηση όρκου, νόμου ή συμφωνίας αρχ. 1. παραμέληση, κατάργηση 2. απόρριψη νόθου χωρίου ή λέξης από συγγραφικό έργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αθετώ. ΠΑΡ. αθετήσιμος] …   Dictionary of Greek

  • βιόλα — Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο. Έχει τέσσερις χορδές (ντο, σολ, ρε, λα),που κουρδίζονται κατά πέμπτες και ηχούν μια οκτάβα οξύτερα από τις χορδές του βιολοντσέλου. Με διαστάσεις κάπως μεγαλύτερες από το βιολί, η β. έχει κοινό μηχανισμό και… …   Dictionary of Greek

  • εξοβελίζω — (AM ἐξοβελίζω) σημειώνω με οβελό χωρίο κειμένου που θεωρώ νόθο και συνεπώς πρέπει να αφαιρεθεί από το κείμενο, απορρίπτω («πολλοί στίχοι τού Ομήρου εξοβελίζονται») νεοελλ. απορρίπτω, διαγράφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οβελίζω «σημειώνω με οβελό ως νόθο …   Dictionary of Greek

  • θειαλδεΰδες — Θειούχες οργανικές ενώσεις, ανάλογες με τις αλδεΰδες. Περιέχουν στο μόριό τους τη μονοσθενή ρίζα C(=S=Ο)Η. Παρασκευάζονται με επίδραση υδροθείου στις αλδεΰδες, είναι ασταθείς, πολυμερίζονται εύκολα και δίνουν ενώσεις με τριπλάσιο μοριακό βάρος. * …   Dictionary of Greek

  • θειαλκοόλες — οι χημ. μερκαπτάνες*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, νόθου συνθ., πρβλ. γαλλ. thioalcools < thio (πρβλ. θείο [ΙΙ]) + alcools (βλ. λ. αλκοόλ)] …   Dictionary of Greek

  • θειαμίδια — Ομάδα οργανικών ενώσεων που προέρχονται από τα αμίδια με αντικατάσταση του οξυγόνου τους από θείο. Έχουν γενικό τύπο R CS NH2 (όπου R αλκύλιο) και λαμβάνονται με επίδραση υδροθείου σε νιτρίλια ή με επίδραση πενταθειούχου φωσφόρου σε αμίδια. Είναι …   Dictionary of Greek

  • θειαμινάση — η (βιοχ.) ένζυμο το οποίο καταλύει τη μετατροπή τής θειαμίνης ή βιταμίνης B1 προς πυραμίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, νόθου συνθ., πρβλ. αγγλ. thiaminase < thi (πρβλ. θείο [ΙΙ]) + aminase < amin (βλ. λ. αμίνες) + ase (κατ… …   Dictionary of Greek

  • θειοαιμοσφαιρίνη — η (βιοχ.) το προϊόν τής ανώμαλης αντιστρεπτής σύνδεσης θείου με την αιμοσφαιρίνη στα ερυθρά αιμοσφαίρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, νόθου συνθ., πρβλ. αγγλ. thiohemoglobin < thio (πρβλ. θείο [ΙΙ]) + hemoglobin (βλ. λ. αιμοσφαιρίνη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”